- ἀρχικοῦ
- ἀρχικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αποικία — Στην αρχαία εποχή, α. ονομαζόταν η πόλη που χτιζόταν από κατοίκους μιας πόλης σε άλλη χώρα. Από τον 15o αι. μ.Χ., α. ονομάζεται μια περιοχή εξαρτημένη από άλλη χώρα, που εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς κυρίως πόρους της (βλ. λ. αποικιοκρατία).… … Dictionary of Greek
αφαίρεση — Η αποχώρηση ενός μέρους από το σύνολο, η απόσπαση, η εξαγωγή. Η α. είναι επίσης και μέθοδος επιστημονικής έρευνας, που απλοποιεί το φαινόμενο που ερευνά. Αφαιρεί δηλαδή ότι δεν είναι ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του, προσδίδοντάς του έτσι μια … Dictionary of Greek
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
ευθειάζω — (Μ εὐθειάζω) κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, τό ισιώνω μσν. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. τακτοποιώ 3. επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. τού ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > *φθειάζω με σίγηση τού αρχικού προτονικού… … Dictionary of Greek